- ἐπικαταδαρθάνω
- ἐπι-κατα-δαρθάνω, dabei, darüber einschlafen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επικαταδαρθάνω — ἐπικαταδαρθάνω (Α) αποκοιμάμαι κατόπιν («λύχνον τινά θείσης ἡμμένον πρὸς τὰ στέμματα καὶ ἐπικαταδαρθούσης», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατα δαρθάνω «κοιμάμαι, διανυκτερεύω»] … Dictionary of Greek
ἐπικατέδαρθον — ἐπικαταδαρθάνω fall asleep afterwards aor ind act 3rd pl ἐπικαταδαρθάνω fall asleep afterwards aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαταδαρθεῖν — ἐπικαταδαρθάνω fall asleep afterwards aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαταδαρθούσης — ἐπικαταδαρθάνω fall asleep afterwards aor part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαταδαρθάνειν — ἐπικαταδαρθάνω fall asleep afterwards pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαταδαρθών — ἐπικαταδαρθάνω fall asleep afterwards aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαταδάρθωσι — ἐπικαταδαρθάνω fall asleep afterwards aor subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)